γεωμετρικός

γεωμετρικός
γεωμετρικός
of
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γεωμετρικός — ή, ό (AM γεωμετρικός, ή, όν) [γεωμέτρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεωμετρία 2. το θηλ. ως ουσ. γεωμετρική, η η τεχνική καταμέτρησης και απεικόνισης τμημάτων τής γήινης επιφάνειας 3. φρ. «γεωμετρική τέχνη», «γεωμετρικά αγγεία» κ.λπ.… …   Dictionary of Greek

  • γεωμετρικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τη γεωμετρία: Γεωμετρικά όργανα. 2. γεωμετρική εποχή, η περίοδος της αρχαίας ελληνικής τέχνης (1100 700 π.Χ.) στην οποία κυρίαρχο στοιχείο στη διακόσμηση των αγγείων είναι τα γεωμετρικά σχήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεωμετρικός τόπος — Βλ. λ. γεωμετρία …   Dictionary of Greek

  • γεωμετρικά — γεωμετρικός of neut nom/voc/acc pl γεωμετρικά̱ , γεωμετρικός of fem nom/voc/acc dual γεωμετρικά̱ , γεωμετρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωμετρικωτάτων — γεωμετρικός of fem gen superl pl γεωμετρικός of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωμετρικῶν — γεωμετρικός of fem gen pl γεωμετρικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωμετρικόν — γεωμετρικός of masc acc sg γεωμετρικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωμετρικώτατα — γεωμετρικός of adverbial superl γεωμετρικός of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωμετρικαῖς — γεωμετρικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωμετρικαί — γεωμετρικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”